ὤκης

ὤκης
ἄ̱κης , ἀκέω
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιππώκης — ἱππώκης, εος, ὁ (Α) αυτός τού οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ώκης (< *ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] …   Dictionary of Greek

  • ποδώκης — ες, Α 1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ. β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.) 2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.) 3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ.… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγωκής — ές, Α. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που μπορεί και πετάει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ωκης (< ὠκύς, μέσω αμάρτυρου *ὦκος, τὸ), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] …   Dictionary of Greek

  • ανεμώκης — ἀνεμώκης, ες (Α) ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + ώκης < *ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)] …   Dictionary of Greek

  • επωκής — ἐπωκής, ές (Α) ο κάπως ξινός («φακῆ ἑφθὴ ἐπωκεστέρη τῷ ὄξει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωκής (< ηκή «οξύτητα, αιχμηρότητα»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ηκ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”